Η Ρωσία, παρά τις αναταράξεις θα παραμείνει ο σημαντικότερος ενεργειακός “παίκτης” τουλάχιστον για τις επόμενες δύο δεκαετίες
Η συμφωνία Gazprom με Shell και BASF στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού κατέδειξε με εμφατικό τρόπο πως τα επιχειρηματικά συμφέροντα μπορούν και υπερβαίνουν την πολιτικοποίηση ζητημάτων ενέργειας, αφετέρου, πως η Μόσχα, παρά τις αναταράξεις, θα παραμείνει ο σημαντικότερος προμηθευτής, τουλάχιστον για τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Υπό το πρίσμα των τελευταίων εξελίξεων, η επέκταση του αγωγού Βορείου Ρεύματος (Nord Stream) αποτελεί προτεραιότητα για τη Ρωσία. Η συνεργασία με εταιρείες που έχουν ισχυρό λόγο και lobbying στα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων, η στήριξη που φέρεται να προσφέρει η Γερμανία και το γεγονός ότι απευθύνεται στις ώριμες αγορές της Κεντρικής Ευρώπης (και μάλιστα διασυνδέεται στο γερμανικό έδαφος με τους αγωγούς OPAL και NEL), τον καθιστούν ιδιαίτερα ελκυστικό. Οι συζητήσεις είναι προχωρημένες, η διαδρομή γνωστή (συνδέει απευθείας ρωσική με γερμανική επικράτεια) και το κόστος σαφώς μικρότερο σε σχέση με τον Νότιο Ευρωπαϊκό Αγωγό —μέχρι πρότινος γνωστότερο ως Turkish Stream.
Η αντίδραση κάποιων κρατών-μελών της ΕΕ είναι έντονη (ανατολικές+Ιταλία), αλλά εφόσον το Βερολίνο στηρίζει το project (με την επίκληση πως πρόκειται για ιδιωτικό deal και δεν μπορεί να παρέμβει) τα εμπόδια ολοκλήρωσης του μόνο ανυπέρβλητα δεν θεωρούνται. Σημειώνεται, πάντως, πως λόγω τεχνικών περιορισμών/κωλυμάτων, τέσσερα χρόνια μετά την κατασκευή και της δεύτερης γραμμής, ο Nord Stream λειτουργεί στη μισή του χωρητικότητα (23,5 δις κ.μ.).
Στην περίπτωση δε εξεύρεσης ενός συμβιβασμού για τη χρήση του ουκρανικού δικτύου (όμως σε αρκετά μικρότερες ποσότητες), εφόσον οι δύο παράλληλοι κλάδοι του Nord Stream εκτιμάται πως θα έχουν συνολική ετήσια χωρητικότητα 110 δις κ.μ., αθροιζόμενοι με τον Yamal (μέσω Πολωνίας) των 34 δις κ.μ., σχεδόν κατοχυρώνουν εξ’ολοκλήρου τις ποσότητες με τις οποίες σήμερα τροφοδοτεί η Μόσχα την ευρωπαϊκή αγορά —περίπου 160 δις κ.μ. Με την —έστω συρρικνωμένη- προσθήκη της Ουκρανίας, καθίσταται σαφές πως στο πρόβλεπτο μέλλον, δεν θα προκύψει ανάγκη/χώρος για επιπρόσθετα σχέδια ρωσικής προέλευσης και δη πολυδάπανα και πολυσύνθετα, όπως ο Νότιος Ευρωπαϊκός Αγωγός. Βέβαια, από τη στιγμή που η Ρωσία προσβλέπει στην παράκαμψη της Ουκρανίας, περιοριζόμενη μόνο από τον βορά, απεμπολεί μία επιπλέον (νότια) εναλλακτική και κατ’επέκταση τη δυνατότητα ελιγμών. «Δένει» μεν τη σχέση της με τη Γερμανία, αλλά κινδυνεύει να χάσει την παραδοσιακή —ενεργειακή- επιρροή στην αποσυνδεδεμένη και «ξεχασμένη» ΝΑ Ευρώπη, στην οποία καιροφυλακτούν οι ΗΠΑ για να καλύψουν το κενό με διάφορες προτάσεις έτερων σχεδίων. Δεδομένης της αρνητικής εικόνας της Μόσχας σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρεται να διατηρήσει, αν όχι να διευρύνει, τα ερείσματα της πέραν του Βερολίνου. Επίσης, ενδεχόμενο «άδειασμα» των ουκρανικών αγωγών, πιθανότατα θα προκαλέσει μεγάλες/ανυπολόγιστες απώλειες στην τροφοδοσία της ΝΑ Ευρώπης, σε περίπτωση που δεν προωθηθεί νότιος παρακαμπτήριος διάδρομος.
To Κρεμλίνο θα σταθμίσει τα δεδομένα με γεωπολιτικούς αλλά (υποχρεωτικά πλέον λόγω οικονομικών δυσχερειών και της πτώσης των τιμών ενέργειας) και οικονομικοτεχνικούς όρους, λαμβάνοντας υπόψη τους συσχετισμούς υπέρ του κάθε έργου, την ωριμότητα και την ταχύτητα υλοποίησης, το βαθμό ανταγωνιστικότητας, καθώς και την προοπτική μίας «πακεταρισμένης» λύσης, που θα συμπεριλαμβάνει και την Ουκρανία, με γνώμονα την περαιτέρω εδραίωση της δεσπόζουσας θέσης του στην ευρωπαϊκή αγορά, σε μία συγκυρία ευρύτερων αναζητήσεων εκ μέρους των Ευρωπαίων.
του Δρ.Κωνσταντίνου Φίλη, Διευθυντή Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων
http://www.greece-russia2016.gr/politics/20160120/96618.html
Κατηγορίες:Ενεργειακή-Στρατηγική