ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ / Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού Παντείου Πανεπιστημίου.
Οι σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ και Τουρκίας – Ρωσίας ήσαν από την εποχή, τουλάχιστον του Ψυχρού Πολέμου, υπαρξιακής σημασίας για το κράτος της Τουρκίας
Η Τουρκία στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ενταγμένη στο άρμα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ δεν δίστασε να αναπτύξει και να διατηρήσει, έστω και σε τακτικό επίπεδο, σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση.
Υπάρχουν στις σχέσεις των κρατών ορισμένες κινήσεις που χαρακτηρίζονται ως σημαντικές επιλογές, χρήσιμες στη χάραξη πολιτικών για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων και υπάρχουν και ορισμένες επιλογές, οι οποίες είναι σημαντικές για τη συνολική πολιτική του κράτους, που είναι υπαρξιακής σχεδόν υφής, που αφορούν σε σπουδαίες στοχοθεσίες και που αναγνωρίζονται ως στρατηγικές επιλογές.
Οι σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ και Τουρκίας – Ρωσίας ήσαν από την εποχή, τουλάχιστον του Ψυχρού Πολέμου, υπαρξιακής σημασίας για το κράτος της Τουρκίας, αφού οι σχέσεις με αυτές τις δύο δυνάμεις επηρέαζαν την ίδια την ύπαρξη του τουρκικού κράτους ως οντότητας που επεδίωκε, όχι μόνο την κρατική της συνέχεια, αλλά και τη διαρκή αναβάθμισή της ως ρόλου και ηγεμονικής δύναμης στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, της Κεντρικής Ασίας και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Η Τουρκία στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ενταγμένη στο άρμα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ δεν δίστασε να αναπτύξει και να διατηρήσει, έστω και σε τακτικό επίπεδο, σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση, η οποία και απέδιδε στη γεωπολιτική θέση τής Τουρκίας στρατηγικό ρόλο, κυρίως λόγω του περάσματος του Βοσπόρου, τις θέσεις της στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία.
Οι ΗΠΑ και η Δύση θεωρούσαν πάντοτε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο την Τουρκία ως αναπόσπαστο τμήμα του δυτικού συστήματος ασφάλειας, η Άγκυρα όμως ουδέποτε θέλησε να προβάλει την εικόνα, την παράσταση μιας χώρας ενταγμένης σε ένα ευρύτερο σύστημα ασφάλειας και πολιτικής, χωρίς να διαθέτει η ίδια αυτόνομο ρόλο και στρατηγική. Κουβαλούσε πάντοτε μέσα της την παράσταση της αυτοκρατορικής χώρας, που μπορούσε να διαδραματίσει ευρύτερο αυτόνομο ρόλο σε μιαν από τις σημαντικότερες και πλέον ευαίσθητες γεωπολιτικά περιοχές του κόσμου, όπως αυτή της Ανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, παράλληλα προς τις ΗΠΑ, διατηρούσε σχέσεις με την Σοβιετική Ένωση, όπως ήδη αναφέραμε, διατηρούσε σχέσεις με τον αραβικό κόσμο και το Ισραήλ, πράγμα που σε μια στιγμή πολιτικής σκοπιμότητας και γεωπολιτικών ανακατατάξεων με αφορμή το επεισόδιο Μαβί Μαρμαρά ο ηγέτης της Τουρκίας, νεοσουλτάνος Ερντογάν, διέκοψε τη στρατηγική συνεργασία που οικοδομήθηκε από το 1996 – 2008 μεταξύ Τελ-Αβίβ και Άγκυρας, η οποία ήταν πολυεπίπεδη και εξαιρετικά χρήσιμη για τις στρατηγικές επιδιώξεις της Τουρκίας.
Το ίδιο συνέβη με την κατάρριψη από τουρκικά αεριωθούμενα ρωσικού αεροπλάνου στη Μέση Ανατολή, όταν η Ρωσία εξαιτίας αυτής της τουρκικής επιθετικότητας διέκοψε τις σχέσεις της με την Τουρκία και πέρασε σε φάση Ψυχρού Πολέμου η Μόσχα απέναντι στην Άγκυρα. Η τουρκική πολιτική με τον Ερντογάν επικεφαλής αναδεικνύεται σε εξαιρετικά ευέλικτη στρατηγικά, στον βαθμό που αφού πέρασε μια φάση απομόνωσης, έχοντας ως μόνη σύμμαχό της η Άγκυρα τη Σαουδική Αραβία στην περιοχή, ανέλαβε πρωτοβουλία, τόσο απέναντι στη Μόσχα, όσο και απέναντι στο Τελ-Αβίβ με στόχο την αποκατάσταση των σχέσεων με τις δυο αυτές χώρες σε μια κρίσιμη συγκυρία για την Τουρκία και την περιοχή.
Ο Ερντογάν, αφού ζήτησε συγγνώμη από τον Πούτιν για την κατάρριψη του ρωσικού SUKOI, δρομολογεί την αποκατάσταση των σχέσεων με τη Μόσχα, ενώ πραγματοποιεί και άνοιγμα απέναντι στο Τελ-Αβίβ, το οποίο διακαώς από την πρώτη ημέρα της ρήξης των σχέσεων επεδίωκε την ταχύτερη δυνατή αποκατάσταση των διπλωματικών και πολιτικών σχέσεών του με την Άγκυρα.
Αυτό ουσιαστικά υποδηλώνει, όχι μόνο την ευελιξία της τουρκικής πολιτικής να κινείται εν μέσω ναρκοπεδίων με μια θαυμαστή διπλωματική ευελιξία, αλλά και την ικανότητα της ηγεσίας της χώρας αυτής να γνωρίζει το συμφέρον της και να το διεκδικεί με όλα τα μέσα και με κάθε κόστος. Είναι γεγονός πως η Άγκυρα έχει αρχίσει να διαπιστώνει το κόστος που είχε από τη ρήξη των σχέσεων με δύο μεγάλους διεθνείς παίκτες της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και της διεθνούς πολιτικής σκηνής και να κάνει την κίνηση που οδηγεί στην αποκατάσταση των διαταραγμένων σχέσεων.
Υπάρχει μια έννοια στη διεθνή πολιτική και στην πολιτική ευρύτερα που λέγεται εμπιστοσύνη και η οποία δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι πως στην περίπτωση των σχέσεων της Τουρκίας με τις δύο αυτές χώρες αποκαθίσταται αυτομάτως με την εκδήλωση της επιθυμίας του Τούρκου ηγέτη για την εξομάλυνση των σχέσεων της χώρας του με το Τελ-Αβίβ και τη Μόσχα.
Αυτό υποχρεώνει την ελληνική πολιτική στην Αθήνα και στη Λευκωσία να κρατήσουν ζωντανές τις σχέσεις και τις προοπτικές, τόσο σε σχέση με τη συνέχιση των σχέσεων με το Τελ-Αβίβ, που σημαίνει Ουάσιγκτον, όσο και με τη Μόσχα, που σημαίνει μιαν ανερχόμενη μεγάλη δύναμη της διεθνούς πολιτικής, αλλά και να διευρύνουν τις σχέσεις αυτές σε ευρύτερα πεδία πολιτικής, πολιτισμού και οικονομίας, πράγμα που θα ωφελήσει κυρίως την Ελλάδα και την Κύπρο σε μια περίοδο που η εμφιλοχωρούσα εδώ και χρόνια κρίση δεν έχει παρέλθει.
Η Αθήνα και η Λευκωσία οφείλουν στις σχέσεις τους με το Ισραήλ και τη Ρωσία να μην περιορίζονται σε συνήθεις διπλωματικές σχέσεις πολιτικής, αλλά να εντοπίζουν το ενδιαφέρον και το συμφέρον του Ελληνισμού σε θέματα που άπτονται του παρόντος και κυρίως του μέλλοντος, όπως είναι κυρίως το κυπριακό πρόβλημα, το οποίο για σαράντα και πλέον χρόνια υφίσταται, χωρίς να απασχολεί τη διεθνή κοινότητα και να κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια συνήθη κατάσταση de facto νομιμοποίησης.
Πηγή/icmu.nyc.gr
Κατηγορίες:Γεωστρατηγική, Πολιτική