Πολιτική

Ξεπουλιέται η ΕΕ στην Τουρκία;

της Judy Dempsey
​Rosa Balfour, ανώτερος fellow στο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα στο γερμανικό Ταμείο Μάρσαλ των ΗΠΑ
Ο πειρασμός να ξεπουληθούμε στην Τουρκία για βραχυπρόθεσμα κέρδη σε ό,τι αφορά τη ροή των προσφύγων, υπάρχει σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης. Σε άλλα μέρη, υπάρχει οργή για την εικόνα ενός παζαριού, είτε εξαιτίας της κατάστασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, είτε διότι το να διατεθούν 3 δισ. ευρώ για την στήριξη της Τουρκίας, θεωρούνται πάρα πολλά.

 

Εάν η ΕΕ δεν ξεπεράσει τις εσωτερικές διαφορές της και να κινηθεί στην ανάπτυξη μιας παγκόσμιας προσέγγισης σε σχέση με την Τουρκία, οι αποφάσεις που επιτεύχθηκαν στη Σύνοδο Κορυφής ΕΕ-Τουρκίας στις 29 Νοεμβρίου μπορεί να αποτύχουν, με ενδεχομένως καταστροφικές συνέπειες.

Η Τουρκία βρίσκεται στο μέσον βασικών ευρωπαϊκών συμφερόντων. Ο ρόλος της στις συνομιλίες για την ειρήνη στη Συρία και η διφορούμενη προσέγγισή της στο αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος είναι ανησυχητική.

Η επιδείνωση της διαδικασίας ειρήνης με τους Κούρδους της Συρίας και η πόλωση της εγχώριας πολιτικής, είναι επικίνδυνη. Η ΕΕ δεν μπορεί να κάνει τα στραβά μάτια στην κρατική καταστολή της διαφωνίας, όχι μόνο εξαιτίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά επίσης διότι μια τέτοια καταστολή υπονομεύει την ίδια την σταθερότητα της Τουρκίας.
Με τόσα πολλά καυτά ζητήματα στο τραπέζι, η ΕΕ δεν μπορεί να αντέξει να πέσει στην παγίδα του να παζαρέψει την ένταξη με τη συνεργασία στη ροή των προσφύγων. Η Τουρκία είναι επίσης ευάλωτη: περιβάλλεται από μια καταστροφική σύγκρουση, εσωτερικά είναι ανασφαλής, και της έχουν μείνει λίγοι φίλοι στην περιοχή.

Η σύγκρουση της Άγκυρας με την Μόσχα μετά από την κατάρριψη από τις τουρκικές δυνάμεις ενός ρωσικού αεροσκάφους στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας στις 24 Νοεμβρίου, ήταν η τελευταία σε μια σειρά από γκάφες στην εξωτερική πολιτική. Επομένως η Ευρώπη δεν χρειάζεται να παρακαλάει την Άγκυρα για συνεργασία.
Η ανάπτυξη μιας σφαιρικής προσέγγισης στο σύνθετο πάζλ που να περιλαμβάνει την Τουρκία, θα πρέπει να είναι το επόμενο βήμα.

Ένα θετικό μήνυμα στους Ευρωπαίους και στην Άγκυρα θα ήταν να δείξει ότι η σχέση της ΕΕ με την Τουρκία δεν είναι ένα ορχηστρικό δούναι και λαβείν, αλλά μέρος μιας μεγαλύτερης εικόνας με μεγαλύτερα διακυβεύματα και εν δυνάμει υψηλά κέρδη για όλους.
Henri Barkey, διευθυντής του προγράμματος για τη Μέση Ανατολή στο Wilson Center
Δύσκολοι καιροί απαιτούν απεγνωσμένα μέτρα. Η εισροή προσφύγων, ιδιαίτερα εάν επιταχυνθεί λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης στην Συρία, θα μπορούσε να αποτελέσει μια υπαρξιακή κρίση για την Ευρώπη.

Και αυτό δεν είναι απλώς διότι η αύξηση των προσφύγων έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τα δημογραφικά στοιχεία της περιοχής. Είναι επίσης, και ακόμη πιο σημαντικό για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, διότι η πολιτική της προσφυγικής κρίσης κινδυνεύει να τροφοδοτήσει την άνοδο της άκρας δεξιάς και να αλλάξει τον χαρακτήρα της Ευρώπης.
Ότι η Ευρώπη ξεπουλιέται στην Τουρκία είναι απολύτως κατανοητό υπό αυτό το πρίσμα. Αλλά πολλοί στην Ευρώπη θα θεωρήσουν ως υπερβολική τη συμφωνία που επιτεύχθηκε από τις Βρυξέλλες και την Άγκυρα στις 29 Νοεμβρίου: λεφτά, ταξίδια χωρίς βίζα για τους Τούρκους πολίτες, και το άνοιγμα ενός κεφαλαίου στη διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, με αντάλλαγμα την καλύτερη διαχείριση των προσφύγων και κάποια μέτρα για να αποτραπεί το να φθάνουν στην Ευρώπη.

Η πικρή γεύση που αφήνει αυτός ο συμβιβασμός, όπως επίσης και η όλο και πιο αυταρχική κλίση του Τούρκου προέδρου Recep Tayyip Erdogan, η εξαφάνιση του κράτους δικαίου στην Τουρκία και η επίθεση στον ελεύθερο λόγο- δημιουργούν όχι καλές προοπτικές για το μέλλον των ευρωπαϊκό-τουρκικών σχέσεων.

Η συμφωνία της 29ης Νοεμβρίου μπορεί επίσης να είναι ένα δηλητηριασμένο δισκοπότηρο για την Άγκυρα, καθώς η ΕΕ θα εξετάσει έντονα κάθε κίνηση που κάνει η Τουρκία για να αξιολογήσει πόσο καλά ανταποκρίνεται στις υποσχέσεις της. Στο τέλος, η Τουρκία θα κατηγορηθεί για οποιοδήποτε ολίσθημα, ενισχύοντας περαιτέρω τον ευρωπαϊκό σκεπτικισμό της Άγκυρας. Παραδόξως, αυτή η συμφωνία μπορεί να καταδικάσει τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας.
Federica Bindi, senior fellow στο Κέντρο Διατλαντικών Σχέσεων στη Σχολή Προηγμένων Διεθνών Σπουδώντου Johns Hopkins, και διευθύντρια της Πρωτοβουλίας Εξωτερικής Πολιτικής στο Ινστιτούτο Έρευνας για την πολιτική των γυναικών.
Απολύτως. Η ΕΕ είναι απεγνωσμένη για να κρατήσει τους μετανάστες εκτός των συνόρων της, το οποίο ουσιαστικά σημαίνει να τους κρατήσει στην Τουρκία, και είναι πρόθυμη να πληρώσει οποιοδήποτε τίμημα για αυτό.

Η ιστορία της υποψηφιότητας για ένταξη της Τουρκίας, είναι σύνθετη. Όταν το 1987 η Τουρκία αιτήθηκε την ένταξη, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα (προκάτοχος της ΕΕ) θεώρησε την αίτηση ως μια ευκαιρία να αναθεωρήσει την τουρκική της στρατηγική, αναγνωρίζοντας την Τουρκία ως μια ευρωπαϊκή χώρα.
Καθώς ολοκληρώθηκε η τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας το 1995, το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας και η ιδεολογία ασφάλειας θεωρήθηκαν ως εμπόδια για την πλήρη ένταξη, σύμφωνα με τα νέα κριτήρια της Κοπεγχάγης για την ένταξη.

Ωστόσο, η διακήρυξη του 1999 του Ελσίνκι από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου συναίνεση μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας της ΕΕ για τη σημασία των μεταρρυθμίσεων. Η Τουρκία σημείωσε σημαντική πρόοδο στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων για τις μειονότητες και την κατάργηση της θανατικής ποινής.
Καθώς η Τουρκία έγινε σταδιακά ο περιφερειακός μεσολαβητής στη Μέση Ανατολή, οι επιδόσεις της στις αστικές ελευθερίες, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές αρχές, επιδεινώθηκαν.

Από το 2006, η ΕΕ έχει επισημάνει την ανεπάρκεια των επιδόσεων της κυβέρνησης, ένα κενό που οι ηγέτες της ΕΕ δεν έχουν την πολυτέλεια να παραβλέψουν τώρα, με την επανέναρξη των ενταξιακών συνομιλιών της Τουρκίας.
Η ΕΕ βλέπει ήδη δύο από τα μεγαλύτερα «καρότα” της -την υπόσχεση για οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση της κινητικότητας- να ελαχιστοποιούνται. Εάν η ΕΕ εγκαταλείψει τις θεμελιώδεις αξίες της για χάρη της διακοπής εισόδου των μεταναστών, γιατί οι άλλες υποψήφιες χώρες θα πρέπει να συνεχίσουν να δουλεύουν για την εκπλήρωση των κριτηρίων της Κοπεγχάγης; Και πώς μπορεί η εξωτερική πολιτική ήπιας δύναμης βασισμένη στις αξίες της ΕΕ, να διατηρήσει κάποια αξιοπιστία;
Rana Birden Corbacioglu, Συνιδρύτρια της Πρωτοβουλίας για τις Γυναίκες στην Εξωτερική Πολιτική στην Κωνσταντινούπολη
Ναι, δυστυχώς. Ωστόσο, η ΕΕ ξεπουλιέται μόνο στην μισή Τουρκία. Η ΕΕ εδώ και καιρό θεωρείται ως σημείο αναφοράς για την δημοκρατική μεταμόρφωση της Τουρκίας. Για περισσότερο από μια δεκαετία, οι ακτιβιστές προωθούν τις μεταρρυθμίσεις για να ενισχύσουν τα ανθρώπινα και θεμελιώδη δικαιώματα και το κράτος δικαίου, με μια ισχυρή υποστήριξη της ΕΕ και των αρχών της.

Αυτό το ιδανικό εξαφανίστηκε τελείως όταν η ΕΕ επέλεξε το στρατηγική συμφέρον έναντι των δημοκρατικών αξιών. Σε μια σύνοδο κορυφής στις 29 Νοεμβρίου, η ΕΕ κατέληξε σε μια συμφωνία με την Τουρκία για να περιορίσει την ροή των προσφύγων που διασχίζουν την Ευρώπη, χωρίς καν να αναδείξει την επέκταση των αντιδημοκρατικών πρακτικών στην Τουρκία.
Τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής απέχουν από την ικανότητα της ΕΕ να ανακτήσει την μεταρρυθμιστική της δύναμη για την Τουρκία, ιδιαίτερα καθώς η ΕΕ απέτυχε να αναφερθεί στην αναγκαιότητα να ανοίξουν τα κεφάλαια ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ για το δικαστικό σώμα και τα θεμελιώδη δικαιώματα και για τη δικαιοσύνη, την ελευθερία και την ασφάλεια.
Με λίγα κίνητρα στο τραπέζι και 3 δισ. ευρώ σε βοήθεια, η ΕΕ περιμένει τώρα ένα θαύμα από την Τουρκία: να ελαχιστοποιήσει την ροή των προσφύγων από τη Συρία, πολλοί εκ των οποίων θέλουν να έχουν μια αξιοπρεπή ζωή στην Γερμανία αντί να μείνουν στην Τουρκία και να αντιμετωπίσουν όλο και μεγαλύτερη διακριτική μεταχείριση, σε ό,τι αφορά την απασχόληση, την υγεία και την εκπαίδευση.

Για να βρεθεί μια βιώσιμη λύση στην προσφυγική κρίση, η ΕΕ θα πρέπει να δει την Τουρκία όχι ως έναν προσωρινό στρατηγικό εταίρο αλλά ως μια υποψήφια χώρα. Αυτό σημαίνει να επικεντρωθεί πρώτα στην αποκατάσταση της δημοκρατίας, της ελευθερίας του Τύπου, και του κράτους δικαίου, όχι μόνο για τους τωρινούς πολίτες της Τουρκίας αλλά επίσης και για τους ενδεχόμενα μελλοντικούς πολίτες από την Συρία.

Thomas de Waal, μη μόνιμος ανώτερος συνεργάτης στο Carnegie Europe
Η Τουρκία και η ΕΕ δεν μπορούν να αγνοήσουν η μία την άλλη, επομένως το γεγονός ότι η μεταναστευτική κρίση τις έχει υποχρεώσει σε έναν νέο εντατικό διάλογο, πρέπει να είναι καλή είδηση. Δεν είναι ξεπούλημα, εάν οι δύο πλευρές εκμεταλλευτούν την ευκαιρία να επανεκκινήσουν την σχέση τους.

Μια νέα στροφή από την Τουρκία προς την ΕΕ δεν είναι αδύνατη. Ο Τούρκος πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan είναι ένας δημαγωγός, αλλά είναι επίσης ένας μεγάλος πραγματιστής. Όταν ήταν πρωθυπουργός στις αρχές της δεκαετίας του 2000, προχώρησε σε ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις. Τώρα μπορεί να δει ότι η Τουρκία είναι πιο απομονωμένη από ό,τι ήταν εδώ και χρόνια: η σχέση της με την Ρωσία επιδεινώνεται, και με τη Μέση Ανατολή, είναι μια καταστροφή.

Η δοκιμασία πρέπει να είναι το κουρδικό ζήτημα. Το καλοκαίρι, ο Erdogan αρνήθηκε τη δική του διαδικασία ειρήνευσης με το ΡΚΚ. Στις 28 Νοεμβρίου, η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν δολοφονήθηκε ο Κούρδος δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Tahir Elci.

Εάν ο Erdogan πειστεί να επιστρέψει πάλι στις συνομιλίες ειρήνευσης με τους Κούρδους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στη Συρία, τότε αυτά είναι καλά νέα για όλους. Αλλά εάν η Τουρκία κινηθεί πάλι προς την ΕΕ, η ΕΕ πρέπει να την πάρει και αυτή στα σοβαρά –μια δύσκολη πρόκληση αυτή τη στιγμή.

Θάνος Ντόκος, γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν διεξάγει αρκετές επισκέψεις υψηλού επιπέδου στο επιβλητικό προεδρικό παλάτι στην Τουρκία και έχουν εκδώσει ανακοινωθέντα όπου τονίζουν με έμφαση τον ρόλο της Τουρκίας και την ανικανότητα της ίδιας της Ευρώπης να διαχειριστεί την προσφυγική κρίση.

Τέτοιες κινήσεις, σε συνδυασμό με τη νίκη του ΑΚΡ στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου, έχουν καταφέρει να πετύχουν την τόνωση της αντίληψης που έχει ο Recep Tayyip Erdogan για το μεγαλείο του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία έχει αναλάβει μια σημαντική επιβάρυνση της συριακής προσφυγικής κρίσης και θα πρέπει να υποστηριχθεί οικονομικά, μαζί με το Λίβανο και την Ιορδανία. Αλλά η συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας στη Σύνοδο της 29ης Νοεμβρίου δεν κάνει καμία ειδική αναφορά στην πρόσβαση στην αγορά εργασία ή στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η οποία θα καθιστούσε την παραμονή στην Τουρκία, πιο ελκυστική για τους Σύριους πρόσφυγες. Ούτε αναφέρει η συμφωνία τη δημιουργία hot spots σε τουρκικό έδαφος ή μια διαδικασία επανεισδοχής για τους οικονομικούς μετανάστες.

Το αποτέλεσμα θα είναι να σημειωθεί πολύ μικρότερη πρόοδος στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης από ό,τι ήλπιζαν ή ανέμενα. Μόνο η λήξη της συριακής διαμάχης με μια πολιτική λύση που να περιλαμβάνει την Ρωσία και τα μετριοπαθή στοιχεία του τρέχοντος συριακού καθεστώτος, θα ανακουφίσει την προσφυγική πίεση στην Ευρώπη.

Επιπλέον, καμία πλευρά δεν τρέφει αυταπάτες για την πραγματική πρόοδο στις διαπραγματεύσεις ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Υπό το πρίσμα των πρόσφατων εξελίξεων αναφορικά με το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία, το καλύτερο στο οποίο μπορούν να στοχεύουν οι δύο πλευρές, είναι μια στενότερη συνεργασία για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας –και τότε, μόνο εάν υπάρχει μια σαφέστερη σύγκλιση μεταξύ των στόχων των δύο πλευρών.
Ian Lesser, εκτελεστικός διευθυντής του Διατλαντικού Κέντρου, στο γραφείο Βρυξελλών του γερμανικού ταμείου Μάρσαλ των ΗΠΑ

Η σύντομη απάντηση είναι όχι. Η συνεργασία με την Τουρκία είναι απολύτως ζωτικής σημασίας εάν η ΕΕ θέλει να έχει οποιαδήποτε ελπίδα αντιμετώπισης αυτού που πιθανώς είναι μια παρατεταμένη μεταναστευτική πρόκληση από τη Συρία, το Ιράκ, το Ιράν, το Αφγανιστάν και αλλού.

Η Τουρκία έχει ήδη απορροφήσει πιθανώς περίπου 3 εκατ. πρόσφυγες από την έναρξη του εμφυλίου στην Συρία. Το μακροπρόθεσμο κοινωνικό και οικονομικό κόστος για την Τουρκία είναι πιθανό να είναι τεράστιο, και τα 3 δισ. ευρώ βοήθειας που υποσχέθηκε η ΕΕ, θα βοηθήσει ώστε να ανακουφιστεί ένα πιεστικό πρόβλημα ανθρώπινης ασφάλειας.
Το ευρύτερο πακέτο των όσων συμφωνήθηκε στη Σύνοδο της 29ης Νοεμβρίου, θα μπορούσε να ωθήσει την Άγκυρα να αναλάβει δράση εναντίον των δικτύων ανθρώπινου εμπορίου και να μειώσει την ροή των προσφύγων στο Αιγαίο. Η συμφωνία ανοίγει τον δρόμο για πιο στενή συνεργασία μεταξύ της Άγκυρας και των Βρυξελλών σε σειρά θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, όπου η ΕΕ χρειάζεται την Τουρκία και το αντίστροφο.

Η συμφωνία σηματοδοτεί μια επιστροφή στην ρεαλιστική, συνδιαλλακτική διπλωματία. Δεν σηματοδοτεί απαραιτήτως μια γρήγορη διαδρομή για το μεγαλύτερο ζήτημα, της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Η πραγματική κίνηση σε αυτό το μέτωπο θα απαιτήσει να γίνουν πολλά πράγματα, από την βελτίωση της επιδεινούμενης εσωτερικής κατάστασης της Τουρκίας μέχρι την διευθέτηση του κυπριακού.

Δεν είναι καν σαφές ότι το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη θα επιτρέψει την απελευθέρωση της βίζας για τους Τούρκους, κάτι που συμφωνήθηκε υπό όρους στη Σύνοδο των Βρυξελλών, πολύ λιγότερο να ανοίξει τον δρόμο για την ένταξη στην ΕΕ.
Kati Piri, μέλος της Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για Εξωτερικές Υποθέσεις
Η ΕΕ δεν μειώνει κανένα από τα standard της σχετικά με την ένταξη μιας χώρας. Αλλά έχει δώσει την εντύπωση ότι η σιωπή της μπορεί να αγοραστεί με αντάλλαγμα την αναχαίτιση της ροής των προσφύγων που διασχίζουν το Αιγαίο.

Οι πολιτικοί που για χρόνια μπλόκαραν οποιαδήποτε πρόοδο στις συνομιλίες ένταξης, ξαφνικά υποχρεώθηκαν να αλλάξουν την στάση τους κατά 180 μοίρες. Τον Οκτώβριο, η Κομισιόν αποφάσισε να αναβάλει τις ετήσιες εκθέσεις προόδου γα τις υποψήφιες και τις εν δυνάμει υποψήφιες χώρες, για να αποφύγει να ταράξει την Άγκυρα λίγο πριν από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου.

Και στα τέλη Νοεμβρίου, σε μια εβδομάδα όπου (περισσότεροι) δημοσιογράφοι φυλακίστηκαν και ένας διάσημος Κούρδος δικηγόρος δολοφονήθηκε, οι ηγέτες της ΕΕ και της Τουρκίας ανακοίνωσαν μια νέα φάση στην εταιρική σχέση Τουρκίας-ΕΕ. Συνολικά, δεν είναι το καλύτερο PR για μια αξιόπιστη ΕΕ.

Παρόλα αυτά, είναι καλό το ότι υπάρχει μια συμφωνία. Μια συμφωνία ήταν απολύτως απαραίτητη για να αποτρέψει την αργή διάλυση της ΕΕ, η οποία σπαράσσεται από την προσφυγική κρίση. Ήταν επίσης ώρα η Ευρώπη να αρχίσει να δίνει προσοχή στο βάρος που κουβαλάει η Τουρκία με την φιλοξενία 2,2 εκατ. προσφύγων από τη Συρία.
Αυτή η υποχρεωτική εμπλοκή θα μπορούσε στο τέλος να μετατραπεί σε κάτι θετικό εάν είναι σαφές και στις δύο πλευρές ότι η διαδικασία ένταξης πρέπει να είναι αξιοκρατική, με σεβασμό του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών ελευθεριών στον πυρήνα της.

Hugh Pope, διευθυντής επικοινωνίας και προβολής στο International Crisis Group
Όταν πρόκειται να βοηθήσει την Τουρκία με τους 2,2 εκατ. πρόσφυγες από τη Συρία, η ΕΕ δεν ξεπουλιέται: έχει τώρα προσφέρει χρήματα που θα έπρεπε να είχαν διατεθεί πριν από χρόνια. Εάν αυτή η βοήθεια είχε σταλεί νωρίτερα, σίγουρα θα είχε κάνει περισσότερα για να αποτρέψει την φετινή κρίση προσφύγων.

Από την πλευρά της, η Τουρκία θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τα λεφτά της για να βελτιώσει τις συνθήκες στα στρατόπεδα ή ίσως, όπως πρότεινε το Crisis Group το 2014, να ξεκινήσει ένα σχήμα κουπονιών στέγασης. Αυτό μπορεί να μειώσει την απελπισία των Σύριων που προσπαθούν να φύγουν, ιδιαίτερα τώρα που ο χειμώνας καθιστά το ταξίδι πιο επικίνδυνο και δύσκολο.

Ωστόσο, αυτή η καθυστερημένη παρέμβαση σημαίνει ότι η Τουρκία δεν –ακόμη και αν έχει όλη την καλή θέληση του κόσμου- είναι σε θέση να αλλάξει γρήγορα την ψυχολογία των προσφύγων οι οποίοι τώρα έχουν εγκαταλείψει κάθε ελπίδα να πάνε σπίτι και πιστεύουν ότι η Ευρώπη είναι η καλύτερη επιλογή τους.

Καμία χώρα με ακτογραμμή τόσο μεγάλη όσο αυτή της Τουρκίας, και με τόσους πρόσφυγες που θέλουν να φύγουν, δεν μπορεί να ελέγξει γρήγορα και πλήρως την κατάσταση.
Τα νέα ότι τα κράτη της ΕΕ καθιστούν πιο εύκολο τον προγραμματισμό των ταξιδιών στην ΕΕ για τους Τούρκους πολίτες, είναι επίσης καλό. Οι τωρινές απαιτήσεις για να αποκτήσουν οι Τούρκοι πολίτες βίζα, είναι επαχθείς και ενοχλητικές και αποξενώνουν αυτού του είδους των επισκεπτών (επιχειρηματίες και φοιτητές), που τα κράτη της ΕΕ θα έπρεπε να ενθαρρύνουν.

Ωστόσο, το εάν μια νέα συμφωνία για τη βίζα θα προχωρήσει, θα εξαρτηθεί από το εάν η Τουρκία θα εφαρμόσει μια συμφωνία επανεισδοχής, που σημαίνει, να δέχεται πίσω παράνομους ταξιδιώτες μέσω της Τουρκίας στην ΕΕ, στους οποίους δεν έχει χορηγηθεί άσυλο στην ΕΕ. Υπάρχει χώρος για πολιτική διακριτική ευχέρεια από την πλευρά των Ευρωπαίων ηγετών, στο να αποφασίσουν πόσο σκληρά θα πιέσουν την Τουρκία στις λεπτομέρειες αυτού, και θα ήταν ευπρόσδεκτη κάποια ευελιξία για να αξιοποιηθεί στο έπακρο αυτό το παράθυρο ευκαιρίας.

Marietji Schaake, αντιπρόεδρος της αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις σχέσεις με τις ΗΠΑ
Ο Επίτροπος Frans Timmermans έβαλε την ΕΕ σε μια γωνία, αδύναμη, από την βιασύνη του να συνάψει μια συμφωνία με τον Τούρκο πρόεδρο Recep Tayyip Erdogan στις 29 Νοεμβρίου. Δεν θα υπάρξουν εύκολες νίκες, ακόμη κι αν οι μετά τη Σύνοδο ανακοινώσεις Τύπου, το αφήνουν να εννοηθεί. Αντιθέτως, υπάρχει ο κίνδυνος μιας μεγάλης υποχώρησης.

Το άνευ προηγουμένου παζάρι σε εντελώς ξεχωριστά θέματα –την στέγαση των προσφύγων, την απελευθέρωση της βίζας, και την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ- έχει δημιουργήσει ένα πολιτικό κοκτέιλ που θα μπορούσε να αποδειχθεί εκρηκτικό.

Η Κομισιόν έχει υποσχεθεί κάτι που δεν έχει στα χέρια της: η ένταξη ενός νέου κράτους-μέλους στην ΕΕ απαιτεί ομοφωνία μεταξύ των υφιστάμενων μελών, και η απελευθέρωση της βίζα απαιτεί να υπάρχει πλειοψηφία στο Συμβούλιο των Υπουργών και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Αυτές οι πολύπλοκες διαδικασίες έρχονται σε έντονη κάθετη αντίθεση με τις υψηλές προσδοκίες της Τουρκίας. Και τα κριτήρια για την απελευθέρωση της βίζα και την ένταξη, δεν μπορούν να καμφθούν για πολιτικούς λόγους. Τα κριτήρια της Κοπεγχάγης για την ένταξη στην ΕΕ είναι σταθερά, ωστόσο η Κομισιόν έχει στείλει το αντίθετο μήνυμα.
Εκτός από τις περιφερειακές εντάσεις, η πόλωση στην Τουρκία έχει φθάσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Η σύλληψη δύο διακεκριμένων δημοσιογράφων στις 26 Νοεμβρίου και η δολοφονία δύο ημέρες αργότερα ενός δικηγόρου ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Νοτιοανατολική πόλη του Ντιγιάρμπακιρ, έφερε την χώρα σε σημείο βρασμού, ακριβώς τη στιγμή που οι Τούρκοι ηγέτες έδιναν τα χέρια με τους ομολόγους τους στην ΕΕ.

Η επιλογή να αναβληθεί η έκθεση της Κομισιόν για την πρόοδο της Τουρκίας σχετικά με την ένταξη και να αποκλείσει αναφορές σε ανθρώπινα δικαιώματα και στο κράτος δικαίου από τα συμπεράσματα της Συνόδου της 29ης Νοεμβρίου, στέλνει ένα φοβερό σήμα στον πληθυσμό της Τουρκίας. Δεν συμβαδίζει με τις ανησυχίες της ευρωπαϊκής κοινωνίας ή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ενώ η συμφωνία που επιτεύχθηκε στη Σύνοδο υποτίθεται ότι θα πρέπει να αναθερμάνει τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, στην πραγματικότητα ήταν θνησιγενής. Η συμφωνία φαίνεται να έχει εξυπηρετήσει εγχώριους πολιτικούς σκοπούς και στις δύο πλευρές, αλλά στην πραγματικότητα αυτά τα πολιτικά οφέλη εξασθενούν, και τα δύσκολα αποτελέσματα μένει να φανούν.

Stephen Szabo, εκτελεστικός διευθυντής της Διατλαντικής Ακαδημίας
Η ΕΕ βιώνει την επιστροφή της realpolitik και μιας σοβαρής διάβρωσης του μεταμοντέρνου χαρακτήρα της. Η προσφυγική κρίση είναι το κομβικό σημείο για μια Ευρώπη που έχει ήδη πιεστεί αρκετά από σειρά κρίσεων που απειλούν την ευρωζώνη, την ασφάλεια της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης και την πολιτική σταθερότητα σε έναν μεγάλο αριθμό κρατών-μελών. Τώρα πετάξτε στην κορυφή όλων αυτών το πιθανό τέλος της Συνθήκης Σένγκεν, και ο κίνδυνος για όλα όσα έχει χτίσει με πόνο η Ευρώπη τον τελευταίο μισό αιώνα, είναι σαφής και παρούσα.

Η διαφάνεια και η αλληλεξάρτηση μιας μετά-εθνικής και μεταμοντέρνας Ευρώπης, ξεθωριάζει τώρα και δεν είναι πιθανό να επιστρέψει. Η μαζική εισροή μουσουλμάνων προσφύγων και τα προβλήματα που έχει προκαλέσει αυτή η ροή σε ορισμένα κράτη, έχουν φέρει τους Ευρωπαίους αντιμέτωπους με τη βίαιη πραγματικότητα της χρήσης βίας και απειλών στις ανοιχτές κοινωνίες τους και στις ταυτότητές τους.

Ένα παράδειγμα είναι η ξαφνική αύξηση στον αριθμό των νέων Γάλλων που σπεύδουν να υπηρετήσουν την στρατιωτική τους θητεία και η χρήση του όρου «πόλεμος» από τον Γάλλο πρόεδρο στην αντιμετώπιση των επιθέσεων της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι.
Οι Ευρωπαίοι πρέπει τώρα να κάνουν βρώμικους συμβιβασμούς που απαιτεί η realpolitik, ξεκινώντας με την Τουρκία.

Η Τουρκία είναι το Μεξικό της Ευρώπης. Η κυβέρνηση του προέδρου Barack Obama έχει συμβιβαστεί με το Μεξικό, παρέχοντας βοήθεια και άλλα κίνητρα σε ένα κράτος υπό κατάρρευση, σε αντάλλαγμα την βοήθειά του στην αναχαίτιση της ροής των οικονομικών και πολιτικών προσφύγων από την Κεντρική Αμερική, με επιτυχία.

Η Ευρώπη τώρα πρέπει να κάνει το ίδιο με την Τουρκία. Το μόνο ερώτημα είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει η Ευρώπη, αλλά αυτό είναι μια προϋπόθεση για την σταθεροποίηση της Ευρώπης. Είναι σίγουρο ότι θα ακολουθήσουν πολλοί περισσότεροι τέτοιοι συμβιβασμοί.

Nathalie Tocci, αναπληρωτής διευθυντής του Ιταλικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων
Οι Τούρκοι και Ευρωπαίοι ηγέτες χαιρέτισαν την Σύνοδο της 29ης Νοεμβρίου ως μια επιτυχία. Με μια συμφωνία που προβλέπει 3 δισ. ευρώ βοήθεια στην Τουρκία για την φιλοξενία περισσότερων από 2 εκατ. προσφύγων από τη Συρία, την προοπτική της απελευθέρωσης της βίζα για τους Τούρκους πολίτες από τα μέσα του 2016, και το άνοιγμα ενός κεφαλαίου στις διαπραγματεύσεις ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ αργότερα τον Δεκέμβριο, όλες οι μεγάλες τουρκικές και ευρωπαϊκές αξιώσεις, φαίνεται να έχουν ικανοποιηθεί.

Ωστόσο, μπορεί η σύνοδος να θεωρηθεί ένα πραγματικό game changer; Αναμφίβολα όχι. Η απελευθέρωση της βίζα μπορεί να παραμείνει μπλοκαρισμένη εν μέσω διασταυρούμενων πυρών από έναν επίμονο εμφύλιο πόλεμο στη Συρία –και την ακόλουθη ροή προσφύγων- καθώς και από την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού στην ΕΕ. Και το άνοιγμα του κεφαλαίου για την ένταξη, θα κάνει πολύ λίγα για να αναζωογονήσει τις ετοιμοθάνατες διαπραγματεύσεις.

Με 14 κεφάλαια να έχουν ανοίξει, 21 να παραμένουν κλειστά, και τις συνομιλίες να «τραβάνε» εδώ και μια δεκαετία, θα χρειαστεί πολλά περισσότερα από ένα μόνο κεφάλαιο, για να αναζωογονηθεί η ενταξιακή διαδικασία.
Ίσως το πιο σημαντικό, το γενικότερο πολιτικό κλίμα στην Τουρκία δεν υποδηλώνει μια αύξηση της σύγκλισης με τους κανόνες και τα πρότυπα της ΕΕ. Η έγκριση της Τουρκίας από την ΕΕ σε μια περίοδο που η εξουσία εξακολουθεί να είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο άνδρα, η σύγκρουση με το ΡΚΚ έχει ξεκινήσει εκ νέου, η πίεση στα media αυξάνεται και ένας διακεκριμένος ακτιβιστής δικηγόρος έχει δολοφονηθεί, δεν δημιουργούν μια όμορφη εικόνα.

Ωστόσο υπάρχει ακόμη ελπίδα. Ενώ η ΕΕ μπορεί να δίνει εκ νέου ζωή στη διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ σήμερα για τους λάθος λόγους, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι θετικό. Εάν επιτευχθεί μια λύση στους επόμενους μήνες για το κυπριακό, το επακόλουθο ξεπάγωμα των περισσότερων ενταξιακών κεφαλαίων θα μπορούσε να συμβαδίσει με ένα νέο πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη. Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσε να υπάρξει μια πραγματική αναζωογόνηση των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας και μια μεταρρυθμιστική ορμή της Τουρκίας.

Δεν γίνονται όλα τα πράγματα για τους σωστούς λόγους. Αλλά ίσως, απλώς ίσως, το αποτέλεσμα στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε να καταλήξει να είναι θετικό, παρόλα αυτά.

Özgür Ünlühisarcıklı, Διευθυντής του γραφείου στην Άγκυρα, του γερμανικού ταμείου Μάρσαλ των ΗΠΑ
Η συμφωνία της 29ης Νοεμβρίου μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας, -που περιλαμβάνει την απελευθέρωση της βίζα, τις εξαμηνιαίες συνόδους κορυφής ΕΕ-Τουρκίας, το άνοιγμα τουλάχιστον ενός νέου κεφαλαίου στις διαπραγματεύσεις για την ευρωπαϊκή ένταξη της Τουρκίας, καθώς και ρευστό με αντάλλαγμα την αναχαίτιση της ροής των προσφύγων από την Τουρκία στην ΕΕ- θα αναζωογονήσει τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας αλλά μπορεί επίσης να αλλάξει την φύση της.

Έχοντας αναλωθεί στη δική της κρίση, η ΕΕ έχει λίγη όρεξη για περαιτέρω διεύρυνση, ενώ βρίσκεται σχεδόν σε πόλεμο με τον εαυτό της. Στο μεταξύ, η Τουρκία δεν είναι σε mode εκδημοκρατισμού. Αυτές οι συνθήκες έχουν οδηγήσει αναπόφευκτα τη διαδικασία ένταξης να μπει σε δεύτερη μοίρα. Η θετική ατζέντα που ξεκίνησε το 2012 για να αναζωογονήσει τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, δεν έχει δώσει επίσης κάποια συγκεκριμένα αποτελέσματα.

Τα στοιχεία της συμφωνίας της 29ης Νοεμβρίου αντιστοιχούν σε μια θετική ατζέντα και μπορεί να αναζωογονήσει τη σχέση ΕΕ-Τουρκίας εάν εφαρμοστεί. Ωστόσο, από αυτή τη συμφωνία λείπει ένα βασικό στοιχείο: η προώθηση πολιτικών μεταρρυθμίσεων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Τουρκία.

Η διαδικασία ένταξης στην ΕΕ θεωρήθηκε ως ένα δημοκρατικό σημείο αναφοράς για την Τουρκία, αλλά το γεγονός ότι η Τουρκία μπορεί να κερδίσει από τη διαδικασία, σε συνδυασμό με τις ανησυχίες για το κράτος δικαίου και των ελευθεριών των media στη χώρα, εγείρει ανησυχίες ότι αυτό ίσως να μην ισχύει πλέον.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://carnegieeurope.eu/strategiceurope/?fa=62155
www.capital.gr/story/3086004

Κατηγορίες:Πολιτική

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.